consoante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- consoante < από το λατινικό consonante
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
consoante | consoantes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
consoante (pt)
- το σύμφωνο της γραμματικής
Επίθετο[επεξεργασία]
consoante (pt)
- σχετικός με τα σύμφωνα
- ....