consommable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
consommable consommables

consommable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αναλώσιμος
  2. που δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί
  3. (οικείο) που μπορεί να γαμηθεί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
consommable consommables

consommable (fr) αρσενικό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) τα αναλώσιμα

Συγγενικά[επεξεργασία]