consortium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
consortium (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
consortium | consortiums |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
consortium (fr) αρσενικό
- (οικονομία) ο συνεταιρισμός, η κοινοπραξία, το κονσόρτσιουμ