constitute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | constitute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | constitutes |
αόριστος | constituted |
παθητική μετοχή | constituted |
ενεργητική μετοχή | constituting |
Ρήμα[επεξεργασία]
constitute (en)