consto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

consto < con- + sto

Ρήμα[επεξεργασία]

consto (la)

  1. στέκομαι μαζί (με κάποιον ή κάτι)
  2. συγκρατώ, κρατώ σταθερά
  3. συμφωνώ
  4. ταιριάζω
  5. μένω αμετακίνητος, αμετάβλητος, σταθερός
  6. υπομένω, επιμένω
  7. διαμένω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]