contain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας contain
γ΄ ενικό ενεστώτα contains
αόριστος contained
παθητική μετοχή contained
ενεργητική μετοχή containing

Ρήμα[επεξεργασία]

contain (en) (όχι στα continuous tenses)

  1. περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω
    The bill contains several clauses on tax evasion.
    Το νομοσχέδιο περιέχει πολλές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή.
    This atlas contains 30 maps.
    Αυτός ο άτλαντας περιλαμβάνει 30 χάρτες.
    All the land that is contained within these boundaries…
    Όλη η γη που συμπεριλαμβάνεται μέσα σ' αυτά τα όρια…
     συνώνυμα: include
  2. συγκρατώ, εμποδίζω κάτι επιβλαβές να μεταδοθεί ή να επιδεινωθεί
    We are containing inflation.
    Συγκρατούμε τον πληθωρισμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη curb

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]