contingency
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contingency (en)
- ενδεχόμενο, πιθανότητα, κάτι που είναι πιθανόν να συμβεί ή να μη συμβεί στο μέλλον
- πιθανό ενδεχόμενο, πιθανή έκβαση, εναλλακτική δυνητικότητα