continuo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
continuo | continuos |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- continuo < (άμεσο δάνειο) ιταλική continuo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
continuo (fr) αρσενικό