contrecarrer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
contrecarrer (fr)
- παραθέτω εμπόδια σε κάτι ή κάποιον, αντιτίθεμαι στις προθέσεις του, εναντιώνομαι
Δείτε επίσης : contre-carrer |
contrecarrer (fr)