contrefaçon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
contrefaçon | contrefaçons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contrefaçon (fr) θηλυκό
- η παραποίηση, η παραχάραξη, η απομίμηση
ενικός | πληθυντικός |
contrefaçon | contrefaçons |
contrefaçon (fr) θηλυκό