contribute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας contribute
γ΄ ενικό ενεστώτα contributes
αόριστος contributed
παθητική μετοχή contributed
ενεργητική μετοχή contributing

Ρήμα[επεξεργασία]

contribute (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεισφέρω, συμβάλλω, δίνω κάτι, ειδικά χρήματα ή αγαθά, για να βοηθήσω να επιτύχω ή να προσφέρω κάτι
    I would also like to contribute to the purchase of a present.
    Θα ήθελα να συνεισφέρω κι εγώ στην αγορά δώρου.
    Everyone has contributed to the purchase of the car.
    Όλοι έχουν συμβάλει στην αγορά του αυτοκίνητου.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεργάζομαι, γράφω πράγματα για μια εφημερίδα, βιβλίο, ιστότοπο κτλ. ή ένα ραδιόφωνο ή τηλεοπτικό πρόγραμμα· μιλάω κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης ή συνομιλίας, ειδικά για να πω τη γνώμη μου
    He contributes articles to many newspapers.
    Συνεργάζεται με άρθρα σε πολλές εφημερίδες.
    She is contributing to the writing of a dictionary.
    Συνεργάζεται στη συγγραφή ενός λεξικού.

Πηγές[επεξεργασία]