conveniently

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός conveniently
συγκριτικός more conveniently
υπερθετικός most conveniently

Ετυμολογία [επεξεργασία]

conveniently < convenient + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

conveniently (en)

  • βολικά, με τρόπο που είναι χρήσιμος, εύκολος ή γρήγορος. Με τρόπο που δεν δημιουργεί προβλήματα
    Things did (not) come to us conveniently.
    Tα πράγματα (δε) μας ήρθαν βολικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη easily

Πηγές[επεξεργασία]