cookie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cookie | cookies |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cookie (en)
- μπισκότο
- (πληροφορική) λόγω της διάδοσης του διαδικτύου συνήθως εννοείται το HTTP cookie, αλλά σαν τεχνική είναι παλαιότερη με την χρήση του magic cookie
- υπώνυμα: magic cookie
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Cookie (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ΣΕΒ, Αύγουστος 2020, Πρακτικός οδηγός συμμόρφωσης για τη χρήση cookies. Αρχειοθέτηση 2020-08-30. Προσπέλαση 2020-09-03.