cooptation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔɔptasjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cooptation | cooptations |
cooptation (fr) θηλυκό