coppersmith

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

coppersmith < copper +‎ smith

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /XXX/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

coppersmith (en)

  1. χαλκουργός, χαλκωματάς
  2. (πτηνό) είδος πουλιού της νότιας Ασίας (Megalaima haemacephala)