cordée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cordée < corde

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cordée cordées

cordée (fr) θηλυκό

  1. (αλπινισμός) ομάδα σχοινοσυντρόφων
    premier de cordée - ο πρώτος σχοινοσύντροφος