cordée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cordée < corde
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cordée | cordées |
cordée (fr) θηλυκό
- (αλπινισμός) ομάδα σχοινοσυντρόφων
- premier de cordée - ο πρώτος σχοινοσύντροφος