corde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
corde | cordes |
corde (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- il pleut des cordes - βρέχει καρεκλοπόδαρα
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
corde (la) ουδέτερο
- αφαιρετική ενικού του cor