corner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
corner corners

corner (en)

  1. η γωνία, γωνιακός
  2. (αθλητισμός) το κόρνερ
  3. η άκρη, το μέρος μέσα σε ένα δωμάτιο ή ένα κουτί όπου συνδέονται δύο πλευρές
    in a corner of the room - σε μια άκρη του δωματίου
  4. η άκρη, μια περιοχή ενός τόπου, μερικές φορές χρησιμοποιείται για μια περιοχή που είναι μακριά
    the four corners of the earth - οι τέσσερις άκρες της γης

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας corner
γ΄ ενικό ενεστώτα corners
αόριστος cornered
παθητική μετοχή cornered
ενεργητική μετοχή cornering

corner (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔʁ.ne/

Ρήμα[επεξεργασία]

corner (fr) (αμετάβατο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔʁ.nɛʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

corner (fr) αρσενικό