corporatiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
corporatiste corporatistes

corporatiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συντεχνιακός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
corporatiste corporatistes

corporatiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός της συντεχνιακής δομής των επαγγελμάτων

Συγγενικά[επεξεργασία]