corpulent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
corpulent (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- corpulent < λατινική corpulentus
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corpulent | corpulents |
θηλυκό | corpulente | corpulentes |
corpulent (fr)