correct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | correct |
συγκριτικός | more correct |
υπερθετικός | most correct |
correct (en)
- σωστός, χωρίς λάθη
- ↪ Your answer was correct. - Η απάντησή σας/σου ήταν σωστή.
- σωστός, σύμφωνος με τους κανόνες, ευγενής
Επιφώνημα[επεξεργασία]
correct! (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | correct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | corrects |
αόριστος | corrected |
παθητική μετοχή | corrected |
ενεργητική μετοχή | correcting |
correct (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
correct (fr)