correction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
correction corrections

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

correction (en)

  • η διόρθωση
    the newest edition of the book with corrections and improvements
    η νεότερη έκδοση του βιβλίου με διορθώσεις και βελτιώσεις

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

correction < λατινική correctio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔ.ʁɛ.ksjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

correction (fr) θηλυκό

  1. η διόρθωση
  2. η ξυλιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]