corrumpo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

corrumpo < (con-) cor- + rumpo (σπάω)

Ρήμα[επεξεργασία]

corrumpo (la)

Κλίση[επεξεργασία]