cotation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cotation | cotations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cotation (fr) θηλυκό
- διαπραγμάτευση, καθορισμός τιμής (χρηματιστήριο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη coter