couche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- couche < culche < coucher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couche | couches |
couche (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- partager la couche de quelqu'un - συζώ με κάποιον
- fausse couche - (ιατρική) αποβολή