couille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
couille couilles

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

couille (fr) θηλυκό

  1. το αρχίδι, τα αχαμνά
  2. (μεταφορικά) το πρόβλημα, το μπέρδεμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]