couleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couleur | couleurs |
couleur (fr) θηλυκό
- το χρώμα
- les couleurs primaires sont : le jaune, le magenta, le cyan
- en couleur - χρωματιστός / χρωματιστά