coulisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coulisse | coulisses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coulisse (fr) θηλυκό
- o μηχανισμός που επιτρέπει το σύρσιμο ενός κινητού εξαρτήματος
- το ίδιο το εξάρτημα που σύρεται
- τo εξάρτημα που επιτρέπει την αναστροφή του ατμού μιας μηχανής
- το στρίφωμα ενός ενδύματος ή ένα ύφασμα μέσα στο οποίο μπορεί να περαστεί ένας σπάγγος ή ένα κουρτινόξυλο
- (θέατρο) το μέρος του θεάτρου πίσω από και δίπλα στη σκηνή, αθέατο στους θεατές, στο οποίο περιμένουν οι ηθοποιοί μέχρι να εμφανιστούν μπροστά από το κοινό, το παρασκήνιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη coulisser