coup de tête
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coup de tête | coups de tête |
coup de tête (fr) αρσενικό
- η κεφαλιά
- η απερισκεψία, η αποκοτιά