coupable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coupable < corpable < λατινική corpabilis < ρίζα culpa
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coupable | coupables |
coupable (fr) αρσενικό ή θηλυκό