courage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το θάρρος
- ↪ It takes courage to stand up to him.
- Χρειάζεται θάρρος για να του σηκώσεις κεφάλι.
- ↪ It takes courage to stand up to him.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- courage < curage < cur, αρχαία παραλλαγή του cœur, καρδιά
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
courage (fr) αρσενικό
- η ανδρεία, το θάρρος, το κουράγιο, η τόλμη, η γενναιότητα