coutume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coutume | coutumes |
coutume (fr) θηλυκό
- το έθιμο
ενικός | πληθυντικός |
coutume | coutumes |
coutume (fr) θηλυκό