couvée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couvée | couvées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
couvée (fr) θηλυκό
- το σύνολο των κλωσσόπουλων που εκκολάπτονται ταυτόχρονα
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couvée | couvées |
couvée (fr)
- ενικός αριθμός, θηλυκού γένουςμετοχή αορίστου του couver