couvade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

couvade < couver

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.vad/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
couvade couvades

couvade (fr) θηλυκό

  • έθιμο ορισμένων λαών σύμφωνα με το οποίο οι άντρες παίρνουν μέρος, με συμβολικό τρόπο, στη γέννα της γυναίκας τους

Συγγενικά[επεξεργασία]