couvade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- couvade < couver
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couvade | couvades |
couvade (fr) θηλυκό
- έθιμο ορισμένων λαών σύμφωνα με το οποίο οι άντρες παίρνουν μέρος, με συμβολικό τρόπο, στη γέννα της γυναίκας τους