cover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cover | covers |
cover (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | covers |
αόριστος | covered |
παθητική μετοχή | covered |
ενεργητική μετοχή | covering |
cover (en)