cozy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | cozy |
συγκριτικός | cozier |
υπερθετικός | coziest |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cozy (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cozy | cozies |
cozy (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cozy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cozies |
αόριστος | cozied |
παθητική μετοχή | cozied |
ενεργητική μετοχή | cozying |
cozy (en)