crédibilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- crédibilité < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kʁe.di.bi.li.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crédibilité (fr) θηλυκό
- η πειστικότητα, η αξιοπιστία