crédo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: credo

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

crédo < crédit

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʁe.do/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crédo crédos

crédo (fr) αρσενικό

  1. η πίστωση
  2. το δάνειο

Συνώνυμα[επεξεργασία]