crever
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
crever (fr)
- σκάω, σκάζω
- on lui a crevé ses pneus - του έσκασαν τα λάστιχα
- (αργκό) ψοφάω, πεθαίνω, ξεθεώνω, ψοφολογώ
- son paternel a crevé - ο πατέρας του πέθανε
- ce travail m' a crevé - αυτή η δουλειά με ξεθέωσε