crevette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crevette | crevettes |
crevette (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
crevette | crevettes |
crevette (fr) θηλυκό