crispation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crispation | crispations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crispation (fr) θηλυκό
- ο εκνευρισμός, η σύγχυση, η σύσπαση
ενικός | πληθυντικός |
crispation | crispations |
crispation (fr) θηλυκό