crkva
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡sr̂ːkʋa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : cr‐kva
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crkva (sh) (κυριλλική γραφή: црква) θηλυκό
- η εκκλησία
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του crkva
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | crkva | crkve |
γενική | crkve | crkava / crkvi |
δοτική | crkvi | crkvama |
αιτιατική | crkvu | crkve |
κλητική | crkvo | crkve |
τοπική | crkvi | crkvama |
οργανική | crkvom | crkvama |