cross

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Cross

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cross crosses

cross (en)

  1. ο σταυρός
  2. η διασταύρωση
  3. (χριστιανισμός, συνήθως με το the) ο σταυρός πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός

Επίθετο[επεξεργασία]

cross (en)

  1. με/σε αντίθετη κατεύθυνση
  2. (ΗΒ) θυμωμένος
     συνώνυμα: angry, livid, furious

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cross
γ΄ ενικό ενεστώτα crosses
αόριστος crossed
παθητική μετοχή crossed
ενεργητική μετοχή crossing

cross (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) διασχίζω, περνάω απ’ άκρη σ’ άκρη
    I cross a road/bridge/the sea/a desert.
    Διασχίζω ένα δρόμο/γεφύρι/τη θάλασσα/μια έρημο.
    A smile crossed her face fleetingly.
    Ένα χαμόγελο πέρασα φευγαλέα από το πρόσωπό της.
    I cross into Turkey.
    Περνώ στην Τουρκία.
    They crossed the river on foot.
    Πέρασαν το ποτάμι με τα πόδια.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]