crossing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crossing | crossings |
crossing (en)
- η διάβαση
- η διασταύρωση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
crossing (en)
ενικός | πληθυντικός |
crossing | crossings |
crossing (en)
crossing (en)