crosswalk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crosswalk | crosswalks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crosswalk (en)
ενικός | πληθυντικός |
crosswalk | crosswalks |
crosswalk (en)