crown
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crown | crowns |
crown (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | crown |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crowns |
αόριστος | crowned |
παθητική μετοχή | crowned |
ενεργητική μετοχή | crowning |
crown (en)
- στέφω
- ↪ The king was crowned. - Ο βασιλιάς στέφθηκε.