crue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crue | crues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crue (fr) θηλυκό
- το ξεχείλισμα ενός ποταμού
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crue | crues |
crue (fr) θηλυκό
- ενικός αριθμός, θηλυκού γένουςμετοχή αορίστου του croire