crux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crux | cruxes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crux (en)
- (μόνο στον ενικό) η ουσία, ο κόμπος, το καίριο σημείο, η "καρδιά" ενός ζητήματος
- ↪ To me this is the crux of the problem.
- Για μένα αυτή είναι η ουσία του προβλήματος.
- ↪ This is crux of the problem!
- Αυτός είναι ο κόμπος!
- ↪ To me this is the crux of the problem.
- (στην ορειβασία) το δυσκολότερο σημείο μιας αναρρίχησης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- crux - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 462. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόμπος
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crux (la) θηλυκό γ' κλίσεως
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | crux | crucēs |
γενική | crucis | crucum |
δοτική | crucī | crucibus |
αιτιατική | crucem | crucēs |
κλητική | crux | crucēs |
αφαιρετική | cruce | crucibus |