cul-doré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cul-doré | culs-dorés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cul-doré (fr) αρσενικό
- (πτηνό) είδος λεπιδόπτερου που το πίσω μέρος του σώματός του καλύπτεται από καφετιές τριχίτσες