culière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

culière < cul

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
culière culières

culière (fr) θηλυκό